βουρκωμένος

βουρκωμένος
watery

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βουρκώνω — και βουλκώνω (Μ βουρκώνω και βουλκώνω) [βούρκος, βούλκος] Ι. 1. (για τα μάτια) γίνομαι θολός από τα δάκρυα 2. θλίβομαι, λυπάμαι II. βουρκώνομαι νεοελλ. 1. θολώνομαι, ταράζομαι 2. εξοργίζομαι, αγανακτώ III. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) βουρκωμένος, η …   Dictionary of Greek

  • υπόδακρυς — υ, Μ κάπως δακρυσμένος, βουρκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δάκρυ (πρβλ. περί δακρυς)] …   Dictionary of Greek

  • βουρκώνω — βουρκώνω, βούρκωσα, βουρκωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βουρκώνω — ωσα, βουρκωμένος 1. μεταβάλλομαι σε βούρκο, θολώνω: Τα ποτάμια βούρκωσαν από τη λάσπη που κατέβασε το νερό της βροχής. 2. σκοτεινιάζω: Ο καιρός βούρκωσε. 3. μτφ., είμαι έτοιμος να δακρύσω, να κλάψω: Τα μάτια του βούρκωσαν από το παράπονο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”